- ἱζαίνω
- ἱζαίνω,= sq.,A lodge, settle, v.l. in Aret.SD1.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιζαίνω — ἱζαίνω (Α) εγκαθιστώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. ἵζω, ἱζάνω, που εμφανίζει κατάλ. αίνω (πρβλ. κερδ αίνω, ολισθ αίνω)] … Dictionary of Greek